- γαϊδουροκυλίστρα
- γαϊδουροκυλίχτρα η1) перен. клочок земли; 2) неплодородная земли; 3) место, где осёл чешется, катается по земле, «ослиное место»
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαϊδουροκυλίστρα — γαϊδουροκυλίστρα, η και γαϊδουροκυλίχτρα, η 1. τόπος όπου κυλιούνται τα γαϊδούρια. 2. τόπος άγονος ή μικρής έκτασης: Τα χωράφια μας είναι μιαγαϊδουροκυλίχτρα τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαϊδουροκυλίστρα — η μικρός χώρος, όσος αρκεί για να κυλιστεί ένα γαϊδούρι … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek